πασσαλόπηγμα

πασσαλόπηγμα
το
1. σύνολο από πασσάλους ή πασσαλοσανίδες που έχουν εμπηχθεί στο έδαφος για θεμελίωση οικοδομήματος
2. προστατευτικός τοίχος από πασσαλοσανίδες για συγκράτηση όγκων χωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσαλος + πήγμα (< πήγνυμι «στερεώνω»), πρβλ. παρά-πηγμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατάπηγμα — το [καταπήγνυμι] το υπόβαθρο δομικού έργου, το οποίο αποτελείται από πασσάλους που μπήγονται στον βυθό λίμνης, ποταμού ή έλους, αλλ. πασσαλόπηγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”